εξολίσθηση

εξολίσθηση
η (AM ἐξολίσθησις) [εξολισθάνω]
1. εκτροπή από την ευθεία
2. γλίστρημα, σφάλμα
νεοελλ.
ολίσθηση τού τροχού οχήματος σε κατεύθυνση πλάγια ή κάθετη προς το επίπεδο περιστροφής, ντεραπάρισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξολισθήσῃ — ἐξολισθάνω glide off aor subj mid 2nd sg ἐξολισθάνω glide off aor subj act 3rd sg ἐξολισθάνω glide off fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξολισθητικός — ή, ό [εξολίσθηση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην εξολίσθηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”